Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Λέω για το μεσημέρι που ο ήλιος έκανε το πλάνο πιο πράσινο απ 'το πολύ φως και κρατούσε τα μάτια όλων μισόκλειστα. Χάρηκα γιατί μοιραστήκαμε ένα τι,ενα πότε κι ενα πως. Τι άλλο να θέλω; εννοώ ότι εμείς οι δυο τότε, εμείς οι δυο λέω, βουτήξαμε μαζί στη θάλασσα και νιώσαμε ταυτόχρονα την ίδια αίσθηση του νερού μες στη ζέστη. Και ήταν,ορκίζομαι, το βλέμμα σου πιο λαμπερό απ' τις γυαλάδες του νερού στον ήλιο. Αναβόσβηνε μέσα στο κεφάλι μου όλο το Μονόγραμμα, καθώς τα μάτια μας ολάνοιχτα καθρεφτίζοταν άπειρα τα ενός στου άλλου και όταν με πλησίασες πολύ νόμιζα πως για λίγο δρόσισε ο ήλιος. Καταλαβαίνεις; αλήθεια το νόμισα πως δρόσισε ο ήλιος. Αυτή η μικρή απόσταση που για μένα κούνησε όλη τη γη κι έριξε τη θερμοκρασία, στην πραγματικότητα, όχι, δεν έκανε τίποτα.
  Άρα όλα είναι πιθανότατα ιδέα μου και χαίρομαι άδικα. Αυτά σκεφτόμουν μέχρι να ακουμπήσεις τα χείλια σου στα δικά μου. Μέχρι να φιληθούμε. Γλίστρησε και ξαναβγήκε δεν ξέρω πόσες φορές ο ήλιος όσο με έσφιγγες, ίσως καμία. Δεν άκουγα τώρα τα κύματα. Όσο ο ένας κλεισμένος στα χέρια του άλλου ένιωθε οργασμικά ελεύθερος τόσο λευκότερο γινόταν το κίτρινο φως. Ώσπου αγκαλιασμένοι τυφλωθήκαμε. Κι αυτο ακούστηκε. Κι ίσως να κουφαθήκαμε λίγο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου